Ιταλιάνος

Ιταλιάνος
-α (Μ [Ἰ]ταλιάνος)
Ιταλός.
[ΕΤΥΜΟΛ. Μεταφορά στην ελλ. ξεν. όρου, πρβλ. ιταλ. Ιtaliano].

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Поможем сделать НИР

Look at other dictionaries:

  • Ιταλιάνος — ο θηλ. ιάνα Ιταλός …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • Ιταλός — Μυθολογικό πρόσωπο, γενάρχης των Ιταλών. Αναφέρεται στους Νόστους και στην Τηλεγόνεια ως γιος της Πηνελόπης και του Τηλέγονου. Σύμφωνα με τον Αντίγονο τον Συρακούσιο, ο Ι. ήταν ηγεμόνας του νότιου τμήματος της Καλαβρίας. Άλλοι μύθοι αναφέρουν πως …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”